εὔθυμος

εὔθυμος
εὔθῡμ-ος, ον,
A kind, generous,

ἄναξ Od.14.63

.
II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 ([comp] Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔ. Ion Eleg.1.14;

φέρειν γῆρας εὔ. εἰς τελευτάν Pi.O.5.22

; of horses, spirited, X.Eq.11.12 ([comp] Sup.); τὸ εὔ., = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. -μως cheerfully, Batr.159, A.Ag. 1592: [comp] Comp. -ότερον X.Cyr.2.2.27: [comp] Sup. -ότατα ib.3.3.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὔθυμος — kind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …   Dictionary of Greek

  • εύθυμος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή, χαρούμενη ψυχική διάθεση, αλλ. χαρούμενος. 2. αστείος, κωμικός: Εύθυμος τύπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔθυμος — εὔθῡμος , εὔθυμος kind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евфим — (Εΰθυμος) ηнаменитый кулачный боец, родом из италийских Локр, одерживавший победы в Олимпии в 74, 76 и 77 Олимпиады (484 472 гг. до Р. Х.). Пьедестал его статуи найден при раскопках Олимпии. Личность Е. стала достоянием легенды. Рассказывали, что …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐθύμοις — Εὔθυμος kind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμοισιν — Εὔθυμος kind masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμου — Εὔθυμος kind masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμους — Εὔθυμος kind masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμων — Εὔθυμος kind masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμως — Εὔθυμος kind masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”